- τερατοποιία
- τερατοποιίᾱ , τερατοποιίαmiracle-mongeringfem nom/voc/acc dualτερατοποιίᾱ , τερατοποιίαmiracle-mongeringfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατοποιΐα — ἡ, ΜΑ [τερατοποιός] η τέλεση θαυμαστών ή παράξενων πραγμάτων, θαυματοποιία … Dictionary of Greek
τερατοποιίας — τερατοποιίᾱς , τερατοποιία miracle mongering fem acc pl τερατοποιίᾱς , τερατοποιία miracle mongering fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοποιίαν — τερατοποιίᾱν , τερατοποιία miracle mongering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆՇԱՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0434 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. τερατοποιΐα, θαυματουργία, παράδοξον , θαῦμα prodigiorum patratio, praestigium, miraculum, prodigium, paradoxa. Հրաշագործութիւն, սքանչելագործութիւն. եւ Նշանք. հրաշք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)